Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσδιαπορέω
προσδιαπράσσω
προσδιαρθρόω
προσδιαρκέω
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιασάφησις
προσδιασείω
προσδιασταλτέον
προσδιαστέλλω
προσδιαστρέφω
προσδιασύρω
προσδιαταράσσω
προσδιατάσσω
προσδιατείνω
προσδιατίθημι
προσδιατρίβω
προσδιαφέρομαι
προσδιαφθείρω
προσδιαφορέω
προσδιδάσκω
View word page
προσδιαστρέφω
προσδια-στρέφω,
A). pervert besides, of persons, Plu. 2.61b ( Pass.), 697d ; also τὴν αἴσθησιν ib. 1083b .


ShortDef

pervert besides

Debugging

Headword:
προσδιαστρέφω
Headword (normalized):
προσδιαστρέφω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαστρεφω
IDX:
88884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88885
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσδια-στρέφω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pervert besides</span>, of persons, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.61b </span> ( Pass.), <span class="bibl"> 697d </span>; also <span class="foreign greek">τὴν αἴσθησιν</span> ib.<span class="bibl"> 1083b </span>.</div> </div><br><br>'}