Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσδιαμαχέω
προσδιαναγκάζω
προσδιανέμω
προσδιανίσταμαι
προσδιανοέομαι
προσδιανοητέον
προσδιαπολεμέω
προσδιαπορέω
προσδιαπράσσω
προσδιαρθρόω
προσδιαρκέω
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιασάφησις
προσδιασείω
προσδιασταλτέον
προσδιαστέλλω
προσδιαστρέφω
προσδιασύρω
προσδιαταράσσω
προσδιατάσσω
View word page
προσδιαρκέω
προσδι-αρκέω,
A). last longer, Aristid. 1.441 J.


ShortDef

last longer

Debugging

Headword:
προσδιαρκέω
Headword (normalized):
προσδιαρκέω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαρκεω
IDX:
88877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88878
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσδι-αρκέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">last longer</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aristid.</span> 1.441 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> </span> </div> </div><br><br>'}