Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσδιαμαρτυρέω
προσδιαμαχέω
προσδιαναγκάζω
προσδιανέμω
προσδιανίσταμαι
προσδιανοέομαι
προσδιανοητέον
προσδιαπολεμέω
προσδιαπορέω
προσδιαπράσσω
προσδιαρθρόω
προσδιαρκέω
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιασάφησις
προσδιασείω
προσδιασταλτέον
προσδιαστέλλω
προσδιαστρέφω
προσδιασύρω
προσδιαταράσσω
View word page
προσδιαρθρόω
προσδιαρθρόω,
A). detail besides, Anon. in Tht. 56.36 , Stob. 2.7.6a .


ShortDef

detail besides

Debugging

Headword:
προσδιαρθρόω
Headword (normalized):
προσδιαρθρόω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαρθροω
IDX:
88876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88877
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσδιαρθρόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">detail besides</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Tht.</span> 56.36 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 2.7.6a </span>.</div> </div><br><br>'}