Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσδιαληπτέον
προσδιαλύω
προσδιαμαρτυρέω
προσδιαμαχέω
προσδιαναγκάζω
προσδιανέμω
προσδιανίσταμαι
προσδιανοέομαι
προσδιανοητέον
προσδιαπολεμέω
προσδιαπορέω
προσδιαπράσσω
προσδιαρθρόω
προσδιαρκέω
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιασάφησις
προσδιασείω
προσδιασταλτέον
προσδιαστέλλω
προσδιαστρέφω
View word page
προσδιαπορέω
προσδιᾰπορέω,
A). raise questions besides, Plu. 2.42f , 48a , 669f .


ShortDef

raise questions besides

Debugging

Headword:
προσδιαπορέω
Headword (normalized):
προσδιαπορέω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαπορεω
IDX:
88874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88875
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσδιᾰπορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">raise questions besides</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.42f </span>, <span class="bibl"> 48a </span>, <span class="bibl"> 669f </span>.</div> </div><br><br>'}