Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσδιαιρετέον
προσδιαιρέω
προσδιαιτάομαι
προσδιακριβόω
προσδιακρίνω
προσδιαλαμβάνω
προσδιαλέγομαι
προσδιαληπτέον
προσδιαλύω
προσδιαμαρτυρέω
προσδιαμαχέω
προσδιαναγκάζω
προσδιανέμω
προσδιανίσταμαι
προσδιανοέομαι
προσδιανοητέον
προσδιαπολεμέω
προσδιαπορέω
προσδιαπράσσω
προσδιαρθρόω
προσδιαρκέω
View word page
προσδιαμαχέω
προσδια-μᾰχέω,
A). contend with, Gal. 16.390 (dub.).


ShortDef

contend with

Debugging

Headword:
προσδιαμαχέω
Headword (normalized):
προσδιαμαχέω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαμαχεω
IDX:
88867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88868
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσδια-μᾰχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contend with</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 16.390 </span> (dub.).</div> </div><br><br>'}