προσδιαιρέω
προσδι-αιρέω,
A). aortion, ἐλάχιστα τοῖς ἑστιωμένοις s.v. δαιτρός .
II). Med., divide or distinguish further, π. τὴν λέξιν, ὅτι .. Rh. 1414a19 ; π. [τινὰς] καθ’ ἡλικίας ib. 1369a7 ; subdivide an estate, CPR 206.13 (ii A.D.).