Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσγραφή
πρόσγραφος
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
προσδανείζω
προσδαπανάω
προσδατέομαι
προσδαψιλεύομαι
πρόσδεγμα
προσδεδοκημένως
προσδεής
προσδέησις
προσδείδω
προσδείκνυμι
προσδεικτέον
προσδεκτέος
προσδεκτός
πρόσδενδρος
προσδεξιόομαι
πρόσδεξις
View word page
προσδεδοκημένως
προσδεδοκημένως, Adv.,(προσδοκάω)
A). as expected, Dosith. p.412 K.


ShortDef

as expected

Debugging

Headword:
προσδεδοκημένως
Headword (normalized):
προσδεδοκημένως
Headword (normalized/stripped):
προσδεδοκημενως
IDX:
88831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88832
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσδεδοκημένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">προσδοκάω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">as expected</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dosith.</span> p.412 </span> K.</div> </div><br><br>'}