Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσγομφόω
πρόσγονος
πρόσγραμμα
προσγραφή
πρόσγραφος
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
προσδανείζω
προσδαπανάω
προσδατέομαι
προσδαψιλεύομαι
πρόσδεγμα
προσδεδοκημένως
προσδεής
προσδέησις
προσδείδω
προσδείκνυμι
προσδεικτέον
προσδεκτέος
προσδεκτός
View word page
προσδατέομαι
προσδᾰτέομαι, Dor. aor. ποτεδασσάμην,
A). assign, τινί τι Tab.Heracl. 2.54 , al.


ShortDef

assign

Debugging

Headword:
προσδατέομαι
Headword (normalized):
προσδατέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδατεομαι
IDX:
88828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88829
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσδᾰτέομαι</span>, Dor. aor. <span class="foreign greek">ποτεδασσάμην</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assign</span>, <span class="quote greek">τινί τι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Tab.Heracl.</span> 2.54 </span> , al.</div> </div><br><br>'}