Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσβραχής
προσβωθέω
προσβώμιος
προσβ<ωμ>ολοχεῖ
πρόσγειος
προσγειτνιάω
προσγελάω
προσγένημα
προσγενής
προσγέννησις
πρόσγευσις
προσγίγνομαι
προσγιγνώσκω
προσγλισχραίνω
προσγλίχομαι
προσγομφόω
πρόσγονος
πρόσγραμμα
προσγραφή
πρόσγραφος
προσγράφω
View word page
πρόσγευσις
πρόσγευσις
,
εως
,
ἡ
, dub. sens. in
CPHerm.
27.6
(iii A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πρόσγευσις
Headword (normalized):
πρόσγευσις
Headword (normalized/stripped):
προσγευσις
IDX:
88813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88814
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόσγευσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CPHerm.</span> 27.6 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}