Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνθρωποβορία
ἀνθρωποβόρος
ἀνθρωπόγλωσσος
ἀνθρωπογναφεῖον
ἀνθρωπογονέω
ἀνθρωπογονία
ἀνθρωπογράφος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωπόδηκτος
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποείκελος
ἀνθρώποθεν
ἀνθρωποθηρία
ἀνθρωποθῦμος
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποθυτέω
ἀνθρωποκομικός
ἀνθρωποκτονέω
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπολάτρης
ἀνθρωπόλεθρος
View word page
ἀνθρωποείκελος
ἀνθρωπο-είκελος, ον,
A). like a man, Hsch. Prooem.


ShortDef

like a man

Debugging

Headword:
ἀνθρωποείκελος
Headword (normalized):
ἀνθρωποείκελος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποεικελος
IDX:
8880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8881
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνθρωπο-είκελος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like a man,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Prooem.</span> </span> </div> </div><br><br>'}