Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσβοήθεια
προσβοηθέω
προσβολή
προσβόρειος
πρόσβορρος
προσβοτανίζω
προσβράσσω
προσβραχής
προσβωθέω
προσβώμιος
προσβ<ωμ>ολοχεῖ
πρόσγειος
προσγειτνιάω
προσγελάω
προσγένημα
προσγενής
προσγέννησις
πρόσγευσις
προσγίγνομαι
προσγιγνώσκω
προσγλισχραίνω
View word page
προσβ<ωμ>ολοχεῖ
προσβ<ωμ>ολοχεῖ· πρὸς χάριν λέγει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσβ<ωμ>ολοχεῖ
Headword (normalized):
προσβ<ωμ>ολοχεῖ
Headword (normalized/stripped):
προσβ<ωμ>ολοχει
IDX:
88806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88807
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσβ&lt;ωμ&gt;ολοχεῖ·</span> <span class="foreign greek">πρὸς χάριν λέγει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}