Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσβλύζω
προσβοάω
προσβοήθεια
προσβοηθέω
προσβολή
προσβόρειος
πρόσβορρος
προσβοτανίζω
προσβράσσω
προσβραχής
προσβωθέω
προσβώμιος
προσβ<ωμ>ολοχεῖ
πρόσγειος
προσγειτνιάω
προσγελάω
προσγένημα
προσγενής
προσγέννησις
πρόσγευσις
προσγίγνομαι
View word page
προσβωθέω
προσβωθέω
, Ion. for
προσβοηθέω
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσβωθέω
Headword (normalized):
προσβωθέω
Headword (normalized/stripped):
προσβωθεω
IDX:
88804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88805
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσβωθέω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">προσβοηθέω</span> (q.v.).</div><br><br>'}