πρόσβασις
πρόσβᾰσις, εως, ἡ,(προσβαίνω)
A). means of approach, access, esp. uphill, ὄρεσι, ἔνθα π. οὐδεμίαν εἶναι , cf. 3.111 El. 489 , (pl.), 6.96 7.45 ; προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων looks for means of scaling them, Ph. 180 ; τὰς ἐκ θαλάττης π. . 4.56.8
2). accession, τοῦ εὖ ζῆν . 19.178
3). rise, ἡ τῶν Νειλῴων ὑδάτων π. PMasp. 2 ii 22 (vi A.D.).