προσαυξάνω
προσαυξ-άνω, and προσαυξ-αύξω,
A). increase, enhance, promote, προσαυξήσασά τινα τοῖς φιλανθρώποις honouring him with .. , ; 32.1.6 π. τὴν ἐκείνων ὑπόθεσιν confirm it, :— more freq. in Pass., 28.20.6 προσαύξομαι Vict. 1.7 : pf. inf. προσηυξῆσθαι HP 1.8.5 , cf. CP 1.9.1 ; τὸ χρυσίον ἐκ τοῦ φορτίου Or. 23.286a .
2). add, ἄλλο .. ἀγαθόν SIG 399.32 (Delph., iii B.C.):— Pass., to be added, τινι . 3
II). intr. in Act., wax, increase, Vett. Val. 42.2 , 44.9 .