Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
προσαρωγός
προσασκέω
προσασπάζομαι
προσάσσω
προσαστεΐζομαι
προσαστράπτω
προσασφαλίζομαι
προσασχολέομαι
προσατιμόομαι
προσαυαίομαι
προσαυγάζω
προσαύγασις
προσαυδάω
View word page
προσασπάζομαι
προσασπάζομαι,
A). salute besides, EM 260.46 .


ShortDef

salute besides

Debugging

Headword:
προσασπάζομαι
Headword (normalized):
προσασπάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσασπαζομαι
IDX:
88740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88741
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσασπάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">salute besides,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 260.46 </span>.</div> </div><br><br>'}