Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
προσαρτίως
προσαρύομαι
προσάρχομαι
προσαρωγός
προσασκέω
προσασπάζομαι
προσάσσω
προσαστεΐζομαι
View word page
προσάρτημα
προσάρτ-ημα, ατος, τό,
A). appendage, Gal. 5.396 .


ShortDef

appendage

Debugging

Headword:
προσάρτημα
Headword (normalized):
προσάρτημα
Headword (normalized/stripped):
προσαρτημα
IDX:
88732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88733
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσάρτ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">appendage</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 5.396 </span>.</div> </div><br><br>'}