Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσαράσσω
προσάρδω
προσαρήγω
προσάρηρα
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
προσαρμόζω
πρόσαρσις
προσαρτάω
προσαρτέον
προσάρτημα
προσαρτής
προσάρτησις
View word page
προσαρκόω
προ-σαρκόω,
A). fill with flesh first, ἐκεῖνα τὰ μέρη τοῦ ἕλκους Gal. 10.191 .


ShortDef

fill with flesh first

Debugging

Headword:
προσαρκόω
Headword (normalized):
προσαρκόω
Headword (normalized/stripped):
προσαρκοω
IDX:
88724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88725
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-σαρκόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fill with flesh first</span>, <span class="quote greek">ἐκεῖνα τὰ μέρη τοῦ ἕλκους</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 10.191 </span> .</div> </div><br><br>'}