Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσαπτέον
προσαπτικός
προσάπτω
προσαπωθέω
προσαρακτός
προσάραξις
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσάρδω
προσαρήγω
προσάρηρα
προσαρθρόομαι
προσαριθμέω
προσαριθμητέον
προσαριστάω
προσάρκεσις
προσαρκέω
προσαρκόω
προσάρκτιος
πρόσαρμα
προσαρμογή
View word page
προσάρηρα
προσάρηρα, προσαρήρεται,
A). v. προσαραρίσκω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσάρηρα
Headword (normalized):
προσάρηρα
Headword (normalized/stripped):
προσαρηρα
IDX:
88717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88718
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσάρηρα</span>, <span class="orth greek">προσαρήρεται</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσαραρίσκω</span> .</div> </div><br><br>'}