Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπήϊος
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρωπλίσκος
ἀνθρωπισμός
ἀνθρωπιστί
ἀνθρωποβορέω
ἀνθρωποβορία
ἀνθρωποβόρος
ἀνθρωπόγλωσσος
ἀνθρωπογναφεῖον
ἀνθρωπογονέω
ἀνθρωπογονία
ἀνθρωπογράφος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωπόδηκτος
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποείκελος
View word page
ἀνθρωποβορία
ἀνθρωπο-βορία, ,
A). cannibalism, Zeno Stoic. 1.59 (pl.).


ShortDef

cannibalism

Debugging

Headword:
ἀνθρωποβορία
Headword (normalized):
ἀνθρωποβορία
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποβορια
IDX:
8870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8871
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνθρωπο-βορία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cannibalism,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zeno Stoic.</span> 1.59 </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}