Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσαπολούω
προσαπολύω
προσαπονέμω
προσαποξέω
προσαποξύω
προσαποπέμπω
προσαποπλύνω
προσαποπνίγω
προσαπορέω
προσαπορραίνω
προσαπορρύπτω
προσαποσείω
προσαποσκευάζομαι
προσαποστέλλω
προσαποστερέω
προσαποστρέφω
προσαποτίθημι
προσαποτιμάω
προσαποτίνω
προσαποτρίβω
προσαποφαίνω
View word page
προσαπορρύπτω
προσαπο-ρρύπτω
,
A).
wash clean besides
,
Gal.
6.261
.
ShortDef
wash clean besides
Debugging
Headword:
προσαπορρύπτω
Headword (normalized):
προσαπορρύπτω
Headword (normalized/stripped):
προσαπορρυπτω
IDX:
88691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88692
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσαπο-ρρύπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wash clean besides</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.261 </span>.</div> </div><br><br>'}