Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσαπιστέω
προσαποβάλλω
προσαποβλέπω
προσαπογραφή
προσαπογράφω
προσαποδείκνυμι
προσαποδιδράσκω
προσαποδίδωμι
προσαπόδοσις
προσαποδοτέον
προσαποδύομαι
προσαποθλίβω
προσαποθνῄσκω
προσαποκαθαίρω
προσαπόκειμαι
προσαποκλύζω
προσαποκόπτω
προσαποκρέμαμαι
προσαποκρίνομαι
προσαποκριτέον
προσαποκρούομαι
View word page
προσαποδύομαι
προσαπο-δύομαι, Med.,
A). put off as well, τὸν χιτῶνα τῷ ἱματίῳ Plu. 2.139d .


ShortDef

put off as well

Debugging

Headword:
προσαποδύομαι
Headword (normalized):
προσαποδύομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαποδυομαι
IDX:
88666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88667
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσαπο-δύομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">put off as well</span>, <span class="quote greek">τὸν χιτῶνα τῷ ἱματίῳ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.139d </span> .</div> </div><br><br>'}