Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσάνω
προσαξιόω
προσαπαγγέλλω
προσαπαγορεύω
προσαπάγω
προσαπαιτέω
προσαπαντάω
προσάπαξ
προσαπαρτίζω
προσαπατάω
προσαπαυδάω
προσαπειλέω
προσαπεῖπον
προσαπεργάζομαι
προσαπερείδομαι
προσαπέχω
προσαπιστέω
προσαποβάλλω
προσαποβλέπω
προσαπογραφή
προσαπογράφω
View word page
προσαπαυδάω
προσαπ-αυδάω
,
A).
f.l. for
προ-
in
Gal.
19.191
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσαπαυδάω
Headword (normalized):
προσαπαυδάω
Headword (normalized/stripped):
προσαπαυδαω
IDX:
88650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88651
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσαπ-αυδάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">προ-</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.191 </span>.</div> </div><br><br>'}