Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσανίημι
προσανιμάω
προσανίσταμαι
προσανοιδέω
προσανοιδίσκω
προσανοικοδομέομαι
προσανοιμώζω
πρόσαντα
προσανταποδίδωμι
προσαντάω
προσαντέλλω
προσαντεπιτάσσω
προσαντέχω
προσάντης
προσαντιβάλλω
προσαντιβολέω
προσαντιλαμβάνομαι
προσαντίος
προσαντίσχω
προσαντλέω
προσάντλημα
View word page
προσαντέλλω
προσαντέλλω, poet. for προσανατ έλλω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσαντέλλω
Headword (normalized):
προσαντέλλω
Headword (normalized/stripped):
προσαντελλω
IDX:
88627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88628
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσαντέλλω</span>, poet. for <span class="foreign greek">προσανατ έλλω</span> (q.v.).</div><br><br>'}