Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσανατάσσω
προσανατείνω
προσανατέλλω
προσανατέμνω
προσανατενίζω
προσανατίθημι
προσανατρέπω
προσανατρέφω
προσανατρέχω
προσανατρίβω
προσανατυπόω
προσαναφέρω
προσαναφεύγω
προσαναφθέγγομαι
προσαναφλέγω
προσαναφυσάω
προσαναχαλάω
προσαναχρώννυμαι
προσαναχωρέω
προσάνειμι
προσανεῖπον
View word page
προσανατυπόω
προσανα-τῠπόω,
A). mould further, Alex. Aphr. de An. 70.13 .


ShortDef

mould further

Debugging

Headword:
προσανατυπόω
Headword (normalized):
προσανατυπόω
Headword (normalized/stripped):
προσανατυποω
IDX:
88598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88599
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσανα-τῠπόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mould further</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.</span> </span> Aphr.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">de An.</span> 70.13 </span>.</div> </div><br><br>'}