Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσαναμείγνυμι
προσαναμένω
προσαναμετρέω
προσαναμιμνήσκω
προσανανεόομαι
προσαναξαίνω
προσαναξηραίνω
προσαναξύω
προσαναπαύω
προσαναπείθω
προσαναπειράομαι
προσαναπέμπω
προσαναπηδάω
προσαναπέμπλημι
προσαναπίπτω
προσαναπλάσσω
προσαναπλέκω
προσαναπληρόω
προσαναπτύσσω
προσανάπτω
προσαναπυνθάνομαι
View word page
προσαναπειράομαι
προσανα-πειράομαι,
A). attempt the sea besides, Poll. 1.123 (s.v.l., cf. προανα-).


ShortDef

attempt

Debugging

Headword:
προσαναπειράομαι
Headword (normalized):
προσαναπειράομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαναπειραομαι
IDX:
88571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88572
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσανα-πειράομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">attempt</span> the sea <span class="tr" style="font-weight: bold;">besides</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1:123" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1.123/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 1.123 </a> (s.v.l., cf. <span class="foreign greek">προανα-</span>).</div> </div><br><br>'}