Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
προσαναλογίζομαι
προσαναλύω
προσαναμείγνυμι
προσαναμένω
προσαναμετρέω
προσαναμιμνήσκω
προσανανεόομαι
προσαναξαίνω
προσαναξηραίνω
προσαναξύω
προσαναπαύω
προσαναπείθω
προσαναπειράομαι
προσαναπέμπω
προσαναπηδάω
προσαναπέμπλημι
προσαναπίπτω
προσαναπλάσσω
View word page
προσαναξαίνω
προσανα-ξαίνω,
A). stimulate as well, Paul.Aeg. 6.49 .


ShortDef

stimulate as well

Debugging

Headword:
προσαναξαίνω
Headword (normalized):
προσαναξαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσαναξαινω
IDX:
88566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88567
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσανα-ξαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stimulate as well</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:6:49" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:6.49/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 6.49 </a>.</div> </div><br><br>'}