Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσανακύπτω
προσαναλαμβάνω
προσαναλέγω
προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
προσαναλογίζομαι
προσαναλύω
προσαναμείγνυμι
προσαναμένω
προσαναμετρέω
προσαναμιμνήσκω
προσανανεόομαι
προσαναξαίνω
προσαναξηραίνω
προσαναξύω
προσαναπαύω
προσαναπείθω
προσαναπειράομαι
προσαναπέμπω
προσαναπηδάω
View word page
προσαναμετρέω
προσανα-μετρέω,
A). measure up, Heliod. ap. Orib. 44.23.65 .


ShortDef

measure up

Debugging

Headword:
προσαναμετρέω
Headword (normalized):
προσαναμετρέω
Headword (normalized/stripped):
προσαναμετρεω
IDX:
88563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88564
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσανα-μετρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">measure up</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Heliod.</span> </span> ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:44:23:65" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:44:23:65/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> 44.23.65 </a>.</div> </div><br><br>'}