Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσανακρίνω
προσανακτάομαι
προσανακύπτω
προσαναλαμβάνω
προσαναλέγω
προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
προσαναλογίζομαι
προσαναλύω
προσαναμείγνυμι
προσαναμένω
προσαναμετρέω
προσαναμιμνήσκω
προσανανεόομαι
προσαναξαίνω
προσαναξηραίνω
προσαναξύω
προσαναπαύω
προσαναπείθω
προσαναπειράομαι
View word page
προσαναμείγνυμι
προσανα-μείγνυμι
,
A).
mix with as well
, in Pass.,
Gal.
18(2).155
.
ShortDef
mix with as well
Debugging
Headword:
προσαναμείγνυμι
Headword (normalized):
προσαναμείγνυμι
Headword (normalized/stripped):
προσαναμειγνυμι
IDX:
88561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88562
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσανα-μείγνυμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mix with as well</span>, in Pass., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).155 </span>.</div> </div><br><br>'}