Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσανακοινόομαι
προσανακόπτω
προσανακουφίζω
προσανακρίνω
προσανακτάομαι
προσανακύπτω
προσαναλαμβάνω
προσαναλέγω
προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
προσαναλογίζομαι
προσαναλύω
προσαναμείγνυμι
προσαναμένω
προσαναμετρέω
προσαναμιμνήσκω
προσανανεόομαι
προσαναξαίνω
προσαναξηραίνω
προσαναξύω
View word page
προσανάλλομαι
προσᾰν-άλλομαι,
A). leap up at a thing, Ath. 7.277f .


ShortDef

leap up at

Debugging

Headword:
προσανάλλομαι
Headword (normalized):
προσανάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαναλλομαι
IDX:
88558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88559
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσᾰν-άλλομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">leap up at</span> a thing, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:7:277f" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:7.277f/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 7.277f </a>.</div> </div><br><br>'}