Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσανακλίνω
προσανάκλισις
προσανακοινόομαι
προσανακόπτω
προσανακουφίζω
προσανακρίνω
προσανακτάομαι
προσανακύπτω
προσαναλαμβάνω
προσαναλέγω
προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
προσαναλογίζομαι
προσαναλύω
προσαναμείγνυμι
προσαναμένω
προσαναμετρέω
προσαναμιμνήσκω
προσανανεόομαι
προσαναξαίνω
View word page
προσαναλικμάω
προσανα-λικμάω,
A). winnow besides, of corn, Gp. 5.32.2 .


ShortDef

winnow besides

Debugging

Headword:
προσαναλικμάω
Headword (normalized):
προσαναλικμάω
Headword (normalized/stripped):
προσαναλικμαω
IDX:
88556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88557
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσανα-λικμάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">winnow besides</span>, of corn, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 5.32.2 </span>.</div> </div><br><br>'}