προσαναλαμβάνω
προσανα-λαμβάνω,
A). take in or receive besides, ἐπὶ τὸ κατάστρωμα χιλίας βύρσας ; 34.10 παρὰ τῶν συμμάχων σῖτον , cf. 1.52.8 PPetr. 3p.227 (iii B.C.); π. ἐσθῆτας περιπορφύρους assume also, :— Pass., 6.53.7 πλειόνων προσαναλαμβανομένων, of a batch of new senators, Rom. 13 .