Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσανακεφαλαιόομαι
προσανακλάω
προσανάκλιμα
προσανακλίνω
προσανάκλισις
προσανακοινόομαι
προσανακόπτω
προσανακουφίζω
προσανακρίνω
προσανακτάομαι
προσανακύπτω
προσαναλαμβάνω
προσαναλέγω
προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
προσαναλογίζομαι
προσαναλύω
προσαναμείγνυμι
προσαναμένω
προσαναμετρέω
View word page
προσανακύπτω
προσανα-κύπτω,
A). to be reinvigorated besides, Anon.Lond. 38.19 .


ShortDef

to be reinvigorated besides

Debugging

Headword:
προσανακύπτω
Headword (normalized):
προσανακύπτω
Headword (normalized/stripped):
προσανακυπτω
IDX:
88553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88554
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσανα-κύπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be reinvigorated besides</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0643.tlg001:38:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0643.tlg001:38.19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.Lond.</span> 38.19 </a>.</div> </div><br><br>'}