Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσανάκειμαι
προσανακεράννυμαι
προσανακεφαλαιόομαι
προσανακλάω
προσανάκλιμα
προσανακλίνω
προσανάκλισις
προσανακοινόομαι
προσανακόπτω
προσανακουφίζω
προσανακρίνω
προσανακτάομαι
προσανακύπτω
προσαναλαμβάνω
προσαναλέγω
προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
προσαναλογίζομαι
προσαναλύω
προσαναμείγνυμι
View word page
προσανακρίνω
προσανα-κρίνω [ῑ],
A). inquire further, Plu. 2.43e , 592f , S.E. M 7.426 .


ShortDef

inquire further

Debugging

Headword:
προσανακρίνω
Headword (normalized):
προσανακρίνω
Headword (normalized/stripped):
προσανακρινω
IDX:
88551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88552
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσανα-κρίνω</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inquire further</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.43e </span>, <span class="bibl"> 592f </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">M</span> 7.426 </span>.</div> </div><br><br>'}