Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσανακαίω
προσανακαλύπτω
προσανακάμπτω
προσανάκειμαι
προσανακεράννυμαι
προσανακεφαλαιόομαι
προσανακλάω
προσανάκλιμα
προσανακλίνω
προσανάκλισις
προσανακοινόομαι
προσανακόπτω
προσανακουφίζω
προσανακρίνω
προσανακτάομαι
προσανακύπτω
προσαναλαμβάνω
προσαναλέγω
προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
View word page
προσανακοινόομαι
προσανα-κοινόομαι, Med.,
A). communicate besides, τινί τι D.S. 1.16 .


ShortDef

communicate besides

Debugging

Headword:
προσανακοινόομαι
Headword (normalized):
προσανακοινόομαι
Headword (normalized/stripped):
προσανακοινοομαι
IDX:
88548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88549
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσανα-κοινόομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">communicate besides</span>, <span class="quote greek">τινί τι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:1:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:1.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 1.16 </a> .</div> </div><br><br>'}