Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσαναισιμόομαι
προσανακαθαίρω
προσανακαθίζω
προσανακαίω
προσανακαλύπτω
προσανακάμπτω
προσανάκειμαι
προσανακεράννυμαι
προσανακεφαλαιόομαι
προσανακλάω
προσανάκλιμα
προσανακλίνω
προσανάκλισις
προσανακοινόομαι
προσανακόπτω
προσανακουφίζω
προσανακρίνω
προσανακτάομαι
προσανακύπτω
προσαναλαμβάνω
προσαναλέγω
View word page
προσανάκλιμα
προσανά-κλῐμα
,
ατος
,
τό
,
A).
that on which one leans,
AP
7.407
(
Diosc.
).
ShortDef
that on which one leans
Debugging
Headword:
προσανάκλιμα
Headword (normalized):
προσανάκλιμα
Headword (normalized/stripped):
προσανακλιμα
IDX:
88545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88546
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσανά-κλῐμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">that on which one leans,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 7.407 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diosc.</span></span>).</div> </div><br><br>'}