Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσαναιδεύομαι
προσαναιρέω
προσαναισιμόομαι
προσανακαθαίρω
προσανακαθίζω
προσανακαίω
προσανακαλύπτω
προσανακάμπτω
προσανάκειμαι
προσανακεράννυμαι
προσανακεφαλαιόομαι
προσανακλάω
προσανάκλιμα
προσανακλίνω
προσανάκλισις
προσανακοινόομαι
προσανακόπτω
προσανακουφίζω
προσανακρίνω
προσανακτάομαι
προσανακύπτω
View word page
προσανακεφαλαιόομαι
προσανα-κεφᾰλαιόομαι,
A). recapitulate further, Apollon.Cit. 3 .


ShortDef

recapitulate further

Debugging

Headword:
προσανακεφαλαιόομαι
Headword (normalized):
προσανακεφαλαιόομαι
Headword (normalized/stripped):
προσανακεφαλαιοομαι
IDX:
88543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88544
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσανα-κεφᾰλαιόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">recapitulate further</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0660.tlg001:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0660.tlg001:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.Cit.</span> 3 </a>.</div> </div><br><br>'}