Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσαναζωγραφέω
προσαναιδεύομαι
προσαναιρέω
προσαναισιμόομαι
προσανακαθαίρω
προσανακαθίζω
προσανακαίω
προσανακαλύπτω
προσανακάμπτω
προσανάκειμαι
προσανακεράννυμαι
προσανακεφαλαιόομαι
προσανακλάω
προσανάκλιμα
προσανακλίνω
προσανάκλισις
προσανακοινόομαι
προσανακόπτω
προσανακουφίζω
προσανακρίνω
προσανακτάομαι
View word page
προσανακεράννυμαι
προσανα-κεράννῠμαι, Pass.,
A). to be mixed up, πίττῃ Ael. NA 14.4 .


ShortDef

to be mixed up

Debugging

Headword:
προσανακεράννυμαι
Headword (normalized):
προσανακεράννυμαι
Headword (normalized/stripped):
προσανακεραννυμαι
IDX:
88542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88543
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσανα-κεράννῠμαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be mixed up</span>, <span class="quote greek">πίττῃ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg001:14:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg001:14.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ael.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">NA</span> 14.4 </a> .</div> </div><br><br>'}