Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσαναγκάζω
προσαναγκαστέον
προσαναγορεύω
προσαναγράφω
προσανάγω
προσαναδέρω
προσαναδέχομαι
προσαναδιδάσκω
προσαναδίδωμι
προσαναζητέω
προσαναζωγραφέω
προσαναιδεύομαι
προσαναιρέω
προσαναισιμόομαι
προσανακαθαίρω
προσανακαθίζω
προσανακαίω
προσανακαλύπτω
προσανακάμπτω
προσανάκειμαι
προσανακεράννυμαι
View word page
προσαναζωγραφέω
προσανα-ζωγρᾰφέω,
A). depict in addition, Ph. 1.684 .


ShortDef

depict in addition

Debugging

Headword:
προσαναζωγραφέω
Headword (normalized):
προσαναζωγραφέω
Headword (normalized/stripped):
προσαναζωγραφεω
IDX:
88532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88533
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσανα-ζωγρᾰφέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">depict in addition</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:684" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.684/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.684 </a>.</div> </div><br><br>'}