Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσαμπέχω
προσαμύνω
προσαμύσσω
προσαμφιέννυμι
προσαναβαίνω
προσαναβάλλω
προσανάβασις
προσαναβιβρώσκω
προσαναγιγνώσκω
προσαναγκάζω
προσαναγκαστέον
προσαναγορεύω
προσαναγράφω
προσανάγω
προσαναδέρω
προσαναδέχομαι
προσαναδιδάσκω
προσαναδίδωμι
προσαναζητέω
προσαναζωγραφέω
προσαναιδεύομαι
View word page
προσαναγκαστέον
προσᾰναγκ-αστέον
,
A).
one must prove
, ibid.
ShortDef
one must prove
Debugging
Headword:
προσαναγκαστέον
Headword (normalized):
προσαναγκαστέον
Headword (normalized/stripped):
προσαναγκαστεον
IDX:
88523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88524
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσᾰναγκ-αστέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must prove</span>, ibid.</div> </div><br><br>'}