Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσαλίγκιος
προσαλίζομαι
προσαλίσκομαι
προσάλληλος
προσάλλομαι
προσαλλοτριόομαι
προσαλλοτρίωσις
προσάλπιος
πρόσαλσις
προσαμαρτάνω
προσάμβασις
προσαμείβομαι
προσαμέλγομαι
προσαμιλλάομαι
προσαμπέχω
προσαμύνω
προσαμύσσω
προσαμφιέννυμι
προσαναβαίνω
προσαναβάλλω
προσανάβασις
View word page
προσάμβασις
προσάμβᾰσις, , poet. for προσανάβασις (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσάμβασις
Headword (normalized):
προσάμβασις
Headword (normalized/stripped):
προσαμβασις
IDX:
88509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88510
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσάμβᾰσις</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, poet. for <span class="foreign greek">προσανάβασις</span> (q. v.).</div><br><br>'}