Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσακτρίδες
προσαλαζονεύω
προσαλείφω
προσάλειψις
προσαλίγκιος
προσαλίζομαι
προσαλίσκομαι
προσάλληλος
προσάλλομαι
προσαλλοτριόομαι
προσαλλοτρίωσις
προσάλπιος
πρόσαλσις
προσαμαρτάνω
προσάμβασις
προσαμείβομαι
προσαμέλγομαι
προσαμιλλάομαι
προσαμπέχω
προσαμύνω
προσαμύσσω
View word page
προσαλλοτρίωσις
προσαλλοτρί-ωσις, εως, ,
A). alienation, dub. in Phld. Ir. p.82 W.


ShortDef

alienation

Debugging

Headword:
προσαλλοτρίωσις
Headword (normalized):
προσαλλοτρίωσις
Headword (normalized/stripped):
προσαλλοτριωσις
IDX:
88505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88506
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσαλλοτρί-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">alienation,</span> dub. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ir.</span> p.82 </span> W.</div> </div><br><br>'}