Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσακοντίζω
προσακούω
προσακριβόω
προσακροβολίζομαι
προσακτέον
προσακτρίδες
προσαλαζονεύω
προσαλείφω
προσάλειψις
προσαλίγκιος
προσαλίζομαι
προσαλίσκομαι
προσάλληλος
προσάλλομαι
προσαλλοτριόομαι
προσαλλοτρίωσις
προσάλπιος
πρόσαλσις
προσαμαρτάνω
προσάμβασις
προσαμείβομαι
View word page
προσαλίζομαι
προσᾱλίζομαι,
A). f.l. for προαλ- , Aen.Tact. 17.4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσαλίζομαι
Headword (normalized):
προσαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαλιζομαι
IDX:
88500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88501
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσᾱλίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">προαλ-</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0058.tlg001.perseus-grc1:17:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0058.tlg001.perseus-grc1:17.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aen.Tact.</span> 17.4 </a>.</div> </div><br><br>'}