Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγριοκρόμμυον
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριολειχήν
ἀγρίολον
ἀγριομαλάχη
ἀγριομέλιττα
ἀγριόμορφος
ἀγριομυρίκη
ἀγριομύρμηξ
ἀγριόνους
ἀγριοπήγανον
ἀγριοπηγός
ἀγριοποιέω
ἀγριοποιός
ἀγριόπρασον
ἀγριορίγανος
ἀγριόρροδον
ἄγριος
ἀγριοσέλινον
ἀγριοσίκυον
View word page
ἀγριόνους
ἀγριό-νους, ουν,
A). fierce, IG 12(7).115 (Amorgos).


ShortDef

fierce

Debugging

Headword:
ἀγριόνους
Headword (normalized):
ἀγριόνους
Headword (normalized/stripped):
αγριονους
IDX:
884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-885
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριό-νους</span>, <span class="itype greek">ουν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fierce,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 12(7).115 </span> (Amorgos).</div> </div><br><br>'}