Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσαιτητικός
προσαιτιάομαι
προσαιωρέομαι
προσακές
προσακοντίζω
προσακούω
προσακριβόω
προσακροβολίζομαι
προσακτέον
προσακτρίδες
προσαλαζονεύω
προσαλείφω
προσάλειψις
προσαλίγκιος
προσαλίζομαι
προσαλίσκομαι
προσάλληλος
προσάλλομαι
προσαλλοτριόομαι
προσαλλοτρίωσις
προσάλπιος
View word page
προσαλαζονεύω
προσᾰλαζονεύω,
A). play the braggart besides, Hsch. s.v. κομπαλικεύσει.


ShortDef

play the braggart besides

Debugging

Headword:
προσαλαζονεύω
Headword (normalized):
προσαλαζονεύω
Headword (normalized/stripped):
προσαλαζονευω
IDX:
88496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88497
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσᾰλαζονεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">play the braggart besides,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κομπαλικεύσει.</span> </div> </div><br><br>'}