Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσαιτητής
προσαιτητικός
προσαιτιάομαι
προσαιωρέομαι
προσακές
προσακοντίζω
προσακούω
προσακριβόω
προσακροβολίζομαι
προσακτέον
προσακτρίδες
προσαλαζονεύω
προσαλείφω
προσάλειψις
προσαλίγκιος
προσαλίζομαι
προσαλίσκομαι
προσάλληλος
προσάλλομαι
προσαλλοτριόομαι
προσαλλοτρίωσις
View word page
προσακτρίδες
προσακτρίδες, αἱ, prob.
A). mandibles of the cockchafer (literally the bringers-to), Hsch.


ShortDef

mandibles

Debugging

Headword:
προσακτρίδες
Headword (normalized):
προσακτρίδες
Headword (normalized/stripped):
προσακτριδες
IDX:
88495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88496
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσακτρίδες</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>, prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mandibles</span> of the cockchafer (literally <span class="tr" style="font-weight: bold;">the bringers-to</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}