Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσαιονάω
προσαιονητέον
προσαιρέομαι
προσαίρω
προσαισθάνομαι
προσαΐσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαίτησις
προσαιτητής
προσαιτητικός
προσαιτιάομαι
προσαιωρέομαι
προσακές
προσακοντίζω
προσακούω
προσακριβόω
προσακροβολίζομαι
προσακτέον
προσακτρίδες
προσαλαζονεύω
View word page
προσαιτητικός
προσαιτ-ητικός, , όν,
A). importunate, Vett. Val. 2.5 .


ShortDef

importunate

Debugging

Headword:
προσαιτητικός
Headword (normalized):
προσαιτητικός
Headword (normalized/stripped):
προσαιτητικος
IDX:
88486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88487
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσαιτ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">importunate,</span> Vett. Val.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:2:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:2.5/canonical-url/"> 2.5 </a>.</div> </div><br><br>'}