Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσαικίζομαι
προσαιονάω
προσαιονητέον
προσαιρέομαι
προσαίρω
προσαισθάνομαι
προσαΐσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαίτησις
προσαιτητής
προσαιτητικός
προσαιτιάομαι
προσαιωρέομαι
προσακές
προσακοντίζω
προσακούω
προσακριβόω
προσακροβολίζομαι
προσακτέον
προσακτρίδες
View word page
προσαιτητής
προσαιτ-ητής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
=
προσαίτης
,
Hsch.
s.v.
προΐκτης.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσαιτητής
Headword (normalized):
προσαιτητής
Headword (normalized/stripped):
προσαιτητης
IDX:
88485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88486
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσαιτ-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">προσαίτης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">προΐκτης.</span> </div> </div><br><br>'}