Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσαγώγιον
προσαγωγίς
προσαγωγός
προσαγωνίζομαι
προσαδικέω
προσᾴδω
προσαθροίζω
προσαθυμέω
προσαθύρω
προσαιθρίζω
προσαικάλλω
προσαικίζομαι
προσαιονάω
προσαιονητέον
προσαιρέομαι
προσαίρω
προσαισθάνομαι
προσαΐσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαίτησις
View word page
προσαικάλλω
προσαικάλλω,
A). fawn upon, prob. in Plu. 2.974a .


ShortDef

fawn upon

Debugging

Headword:
προσαικάλλω
Headword (normalized):
προσαικάλλω
Headword (normalized/stripped):
προσαικαλλω
IDX:
88474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88475
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσαικάλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fawn upon,</span> prob. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.974a </span>.</div> </div><br><br>'}