Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσαγωγή
προσαγώγιον
προσαγωγίς
προσαγωγός
προσαγωνίζομαι
προσαδικέω
προσᾴδω
προσαθροίζω
προσαθυμέω
προσαθύρω
προσαιθρίζω
προσαικάλλω
προσαικίζομαι
προσαιονάω
προσαιονητέον
προσαιρέομαι
προσαίρω
προσαισθάνομαι
προσαΐσσω
προσαιτέω
προσαίτης
View word page
προσαιθρίζω
προσαιθρίζω
,
A).
send into the air,
προσαιθρίζουσα πόμπιμον φλόγα
Trag.Adesp.
260
.
ShortDef
to raise high in air
Debugging
Headword:
προσαιθρίζω
Headword (normalized):
προσαιθρίζω
Headword (normalized/stripped):
προσαιθριζω
IDX:
88473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88474
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσαιθρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">send into the air,</span> <span class="quote greek">προσαιθρίζουσα πόμπιμον φλόγα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Trag.Adesp.</span> 260 </span> .</div> </div><br><br>'}