Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσάγω
προσαγωγεῖον
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγώγιον
προσαγωγίς
προσαγωγός
προσαγωνίζομαι
προσαδικέω
προσᾴδω
προσαθροίζω
προσαθυμέω
προσαθύρω
προσαιθρίζω
προσαικάλλω
προσαικίζομαι
προσαιονάω
προσαιονητέον
προσαιρέομαι
προσαίρω
προσαισθάνομαι
View word page
προσαθροίζω
προσαθροίζω,
A). gather to, Gloss.


ShortDef

gather to

Debugging

Headword:
προσαθροίζω
Headword (normalized):
προσαθροίζω
Headword (normalized/stripped):
προσαθροιζω
IDX:
88470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσαθροίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gather to,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}